- Στόμιος
- Στόμιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στομίοις — Στόμιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στομίοισι — Στόμιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στομίοισιν — Στόμιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στομίου — Στόμιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στομίων — Στόμιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στομίῳ — Στόμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στόμιον — Στόμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροστόμιος — μικροστόμιος, ον (Α) μικρόστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμιος (< στόμος), πρβλ. περι στόμιος] … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek